- αξεφλούδιστος
- -η, -οαυτός που δεν του αφαιρέθηκε ο φλοιός, που δεν αποφλοιώθηκε.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αξεφλούδιστος — η, ο επίρρ. α αυτός από τον οποίο δεν αφαιρέθηκε η φλούδα: Έτρωγε τα σύκα αξεφλούδιστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακαθάριστος — η, ο [καθαρίζω] 1. αυτός που δεν έχει καθαριστεί, ο ακάθαρτος «ακαθάριστο σπίτι», «ακαθάριστο ποτήρι» 2. εκείνος πού δεν έχει απαλλαχθεί από ξένες ουσίες ή απορρίμματα «ακαθάριστο σιτάρι», «ακαθάριστο χωράφι» 3. ο αξεφλούδιστος «ακαθάριστα μήλα»… … Dictionary of Greek
αλανάριστος — η, ο 1. (για το μαλλί) αυτός που δεν λαναρίστηκε, ο άξαστος 2. (για το λινοκαλάμι) ακαθάριστος, αξεφλούδιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + λαναριστός < λαναρίζω] … Dictionary of Greek
αλόπιστος — ἀλόπιστος, ον (Α) [λοπίζω] αυτός που δεν απολεπίστηκε, αλέπιστος, αξεφλούδιστος «ἀλόπιστα δένδρα» (Θεόφραστος) … Dictionary of Greek
αναποφλοίωτος — η, ο αυτός που δεν αποφλοιώθηκε ή δεν μπορεί να αποφλοιωθεί, αξεφλούδιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + αποφλοιώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον ταγματάρχη Γρηγόριο Χαντσερή] … Dictionary of Greek